Το γάγγλιο του καρπού είναι η πιο συχνή αιτία διόγκωσης στον καρπό. Πρόκειται για μία κυστική διόγκωση με συνηθέστερη εντόπιση στην ραχιαία επιφάνεια του καρπού. Είναι δυνατόν σπανιότερα να εμφανιστεί στην παλαμιαία επιφάνεια του καρπού ή στη βάση των δακτύλων, αλλά τότε είναι πολύ μικρότερο σε μέγεθος.
Η κυστική αυτή η διόγκωση περιέχει συνήθως ένα ζελατινώδες, παχύρευστο υγρό και ξεκινάει είτε από τους συνδέσμους που ενώνουν τα μικρά οστά του καρπού ή και από τους ίδιους τους τένοντες.
Η συνηθέστερη αιτία είναι η υπερβολική χρήση και καταπόνηση της άκρας χειρός και του καρπού είτε από βαριές εργασίες ή ακόμα και από την χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή.
Ο ασθενής, ο οποίος είναι συνήθως ένας νεαρός ενήλικας παρουσιάζεται με μία ανώδυνη διόγκωση αν και μερικές φορές υπάρχει κάποιο άλγος. Η διόγκωση είναι σαφώς περιγεγραμμένη, κυστική και δεν κινείται μαζί με τους τένοντες κατά την ψηλάφηση.
Ο ακτινολογικός έλεγχος είναι περιττός, εκτός από την περίπτωση που ψηλαφάται σκληρή διόγκωση δίνοντας την εντύπωση οστού.
Η θεραπεία είναι συνήθως συντηρητική και περιλαμβάνει απλή παρακολούθηση ή ακόμα και παροδική ακινητοποίηση, αν το γάγγλιο είναι μικρό και δεν υπάρχουν ιδιαίτερα ενοχλήματα. Αν όμως είναι μεγάλο υπάρχουν έντονα ενοχλήματα, τότε μπορεί να δοκιμαστεί παρακέντηση αναρρόφηση του περιεχομένου και έγχυση κορτιζόνης.
Εάν τα ενοχλήματα συνεχίζονται ή εάν δημιουργούνται πιεστικά φαινόμενα σε κάποιο γειτονικό νεύρο, τότε απαιτείται χειρουργική αφαίρεση.
Πρόκειται για μία εύκολη επέμβαση, η οποία γίνεται συνήθως με τοπική αναισθησία. Ακόμα όμως και μετά το χειρουργείο, μερικές φορές το γάγγλιο υποτροπιάζει κι αυτό γιατί δεν είναι εύκολο να βεβαιωθεί κανείς ότι έχει γίνει πλήρης αφαίρεση κάθε ιστού του γαγγλίου.
Ειδικότερα, στις περιπτώσεις που το γάγγλιο εξορμάται από μια μικρή άρθρωση μπορεί να χρειαστεί και γενική αναισθησία, ενώ η βοήθεια της μαγνητικής τομογραφίας μπορεί να βοηθήσει στον καλύτερο προγραμματισμό της επέμβασης. Μετά από σωστή χειρουργική αποκατάσταση, τα ποσοστά υποτροπής είναι κάτω του 5% , σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία.
Έτσι, λοιπόν κατά βάση η θεραπεία του γαγγλίου είναι συντηρητική, ενώ κρίνεται πάντα απαραίτητη η συζήτηση με τον εξειδικευμένο ορθοπαιδικό, ο οποίος είναι υπεύθυνος να εξετάσει και να αναλύσει τα συμπτώματα του ασθενούς, δίνοντας του την καλύτερη συμβουλή για κάθε περίπτωση.

